συκώσεις

συκώσεις
σύκωσις
ulcer resembling a fig ripe to bursting
fem nom/voc pl (attic epic)
σύκωσις
ulcer resembling a fig ripe to bursting
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυλακίτιδα — Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”